Ξύπνησαν ένα πρωί, με πολλή όρεξη το αλεύρι, η μαγιά και η ζύμη που μέναν σε ένα σπίτι που ονομάζονταν Bagel, το γνωστό ως House of Bagels. Ήθελαν πολύ να παίξουν και αποφάσισαν να φωνάξουν τους φίλους τους, τα μπισκότα από σπίτι, τις τηγανίτες που είχαν ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο και τις φωνάζανε χαϊδευτικά Μελινικόν επειδή έσταζαν μέλι και φυσικά τα κουλουράκια (εξαιτίας των οποίων όλη η γειτονιά είχε πάρει την ονομασία Αρτόπολις).
Κανένας δεν αρνήθηκε το παιχνίδι, αλλά οι γονείς τους ήταν πολύ αυστηροί και τους ζήτησαν να μη πάνε πολύ μακρυά από τη γειτονιά τους. Αυτά όμως θέλανε να δουν τον κόσμο όλο και αποφάσισαν να παρακούσουν τους γονείς τους και να ψάξουν για το πιο όμορφο μέρος σε ολόκληρη την Αθήνα…
Όταν συναντούσαν σταυροδρόμι, έπαιρναν εκείνον τον δρόμο που δεν ήξεραν, τρέχοντας από τον ενθουσιασμό τους και από την λαχτάρα που είχαν να βρουν γρήγορα και άλλον άγνωστο δρόμο. Και ενώ οι ώρες περνούσαν και αυτά συνέχιζαν να περιπλανώνται και να κρίνουν τα μέρη που έβλεπαν για πρώτη φορά, χωρίς να βρίσκουν κάποιο που να τους ικανοποιεί, οι τηγανίτες είδαν τυχαία τη Βιολάντα, τη φίλη τους που μαγείρευε όλον των ειδών τα μπισκότα.
Η Βιολάντα εκείνη τη στιγμή έπαιζε στην αυλή του σπιτιού της με τον καφέ Luigi, το παγωτό magnum, που θα ήθελε πολύ να είναι τρομακτικό και επικίνδυνο αλλά όσο κι αν προσπαθούσε δεν το κατάφερνε και νευρίαζε όταν όλοι του έλεγαν πως ήταν γλυκό και απολαυστικό και τον Le Votre Piree, που του άρεσε να φτιάχνει γεύσεις σοκολάτας που δεν έχεις ποτέ φανταστεί.
Όταν περιέγραψαν στη Βιολάντα τι κάνουν αποφάσισε πως ήταν αρκετά μεγάλη για να τους ακολουθήσει και παρότρυνε τους υπόλοιπους φίλους της να κάνουν το ίδιο: “Ελάτε!”, τους είπε, “Πάμε να βρούμε το καλύτερο μέρος που υπάρχει στην Αθήνα!” και αυτοί ακολούθησαν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Και έτσι συνέχισαν όλοι μαζί να ψάχνουν για ώρες. Κάποια στιγμή βρήκαν έναν λόφο. Κάπου ανάμεσα σε πολυκατοικίες και μπετόν υπήρχε ένας λόφος που είχε δέντρα πολλά και ωραία θέα. Κάθισαν στις πέτρες που υπήρχαν στη κορυφή του για να ξαποστάσουν και να πιουν λίγο νερό. Θα μπορούσε να είναι αυτό το πιο όμορφο μέρος, είναι αλήθεια. Ήθελαν όμως να βρουν κάτι που το έχουν φτιάξει άνθρωποι.
Κι ενώ κανείς τους δε μίλαγε και όλοι απολάμβαναν τη θέα, τους πλησίασαν o Burger Stories και ένας πάγκος από τυριά από τα τυροκομεία Κωσταρέλου. Ο Burger Stories αμέσως τους συστήθηκε και τους γνώρισε τον φίλο του: “Γεια σας! Από εδώ ο Κωσταρέλος! Σας φαίνεται λίγο εντυπωσιακός; Μπορεί και να είναι… Του αρέσει να παίρνει τυριά από όλη την Ελλάδα και να τα συνδυάζει με μαρμελάδες και ξηρούς καρπούς, με αποτέλεσμα που σίγουρα θα θυμάσαι… Εμένα δε θα σας πω πως με λένε αλλά θα σας πω το παρατσούκλι μου. Ιστορίας, έτσι με φωνάζουν, επειδή τους φαίνεται ότι λέω πολλές ιστορίες”.
Έπιασαν λοιπόν κουβέντα και τους εξήγησαν πως ψάχνουν ένα μέρος που να το έχουν φτιάξει άνθρωποι και να είναι όμορφο και ιδιαίτερο. Να μην υπάρχει άλλο σαν αυτό. Τότε ο Burger Stories είπε πως ξέρει ένα τέτοιο μέρος και πως είναι στο κέντρο ακριβώς της Αθήνας. “Πες μας πώς να πάμε εκεί!” αναφώνησαν. “Ακολουθήστε με”, τους απάντησε.
Κι έτσι άφησαν πίσω τους τον λόφο, με τα ψηλά, καταπράσινα δέντρα και πήραν στο κατόπι τον Burger Stories. Διέσχισαν δρόμους στενούς, λεωφόρους, πεζόδρομους και στο τέλος έφτασαν έξω από μια παλιά πολυκατοικία.
“Αυτό είναι!”, είπε φωνάζοντας ο Burger Stories. “Μα καλά, τί το ξεχωριστό έχει αυτό το μέρος;”, απόρησαν τα κουλουράκια από την Αρτόπολις, “Αυτή είναι μια πολυκατοικία σαν όλες τις άλλες.”. “Σε καταλαβαίνω”, απάντησε ο Burger Stories, “Αυτά τα λες επειδή δεν έχεις δει τι έχει μέσα αυτή η πολυκατοικία.” “Εμπρός! Πάμε μέσα, τότε!”, είπε με ανυπομονησία ο καφές Luigi.
Ανέβηκαν κάποιους ορόφους, εξουθενωμένοι πλέον από τις πολλές ώρες που περπατούσαν και όλοι μέσα τους εύχονταν να είχαν όντως βρει το πολυπόθητο μέρος που έψαχναν.
Φυσικά και το είχαν βρει! Ήταν ακριβώς αυτό που είχαν φανταστεί! Ήταν ιδιαίτερο, μοναδικό, είχε στυλ και όλα εκεί μέσα είχαν μια ή και περισσότερες πινελιές από τέχνη. Δεν ήθελαν τίποτα άλλο!
Αποφάσισαν πως δεν ήταν τυχαία η σειρά με την οποία είχαν συναντηθεί εκείνη την σημαντική ημέρα και πως από εδώ και στο εξής όσοι κατοικούσαν στο House of bagels, τα μπισκότα από σπίτι και τα κουλουράκια της Αρτόπολις θα πήγαιναν κάθε πρωί. Το Μελινικόν (οι τηγανίτες δηλαδή) θα πήγαιναν το πρωί αλλά και αργότερα μαζί με τα μπισκότα της Βιολάντα, τον καφέ Luigi, το παγωτό magnum και τον γλυκατζή Le Votre Piree, αφού ήταν αυτό που τους ήξερε όλους τους και απ’ ότι φαίνεται θα καθόταν μέχρι το μεσημέρι, οπότε και θα πήγαιναν ο Κωσταρέλος μαζί με το burger.
Από εκείνη τη στιγμή το μέρος αυτό έγινε το κοινό τους μυστικό και το φύλαγαν σαν θησαυρό. Πήγαιναν λίγοι κάθε φορά για να μην αποκαλυφθούν και μέχρι σήμερα κανένας άλλος εκτός από αυτή τη παρέα δε το έχει μάθει…